- θυμικός
- -ή, -ό (Α θυμικός, -ή, -όν) [θυμός]το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν)το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφίανεοελλ.1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου2. αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική ιδιοσυστασία» β. «θυμικό άσθμα»)3. φρ. χημ. «θυμικό οξύ» — η θυμόλη*.αρχ.1. (για τον σκύλο) ορμητικός, ζωηρός2. ευέξαπτος, οξύθυμος, οργίλος.επίρρ...θυμικῶς (Α)με θυμό, με οργή, οργίλως.
Dictionary of Greek. 2013.